- Εὐκλείδας
- Εὐκλείδᾱς , Εὐκλείδηςmasc acc plΕὐκλείδᾱς , Εὐκλείδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευκλείδας — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Χαράκτης νομισμάτων των Συρακουσών. Εργάστηκε γύρω στο 420 π.Χ., υπό την επιρροή του Φειδία. Εκτός από τον τύπο της γυναικείας κεφαλής με τα μαλλιά μαζεμένα σε δίχτυ (οπισθοσφενδόνη) και το σκουλαρίκι, δημιούργησε έναν νέο… … Dictionary of Greek